συκοπερίβολο

συκοπερίβολο
το
περιβόλι γεμάτο συκιές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συκοπερίβολο — το, Ν τόπος κατάφυτος με συκιές, συκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + περιβόλι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”